ἰδέῃ

ἰδέῃ
ἰδέα
form
fem dat sg (epic ionic)
ἰδέω
know
pres subj mp 2nd sg (epic ionic)
ἰδέω
know
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἰδέω
know
pres subj act 3rd sg (epic ionic)
οἶδα
see
perf subj act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰδέη — ἰδέα form fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφιδή — ἀδελφιδῆ ( έη), η (Α) κόρη αδελφού ή αδελφής, ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδέη, ιδῆ*] …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”